- αντιπελαργώ
- ἀντιπελαργῶ (-έω) (Α)ανταποδίδω περιποίηση, φροντίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + πελαργώ < πελαργός. Η λ. πήρε τη σημασία της από τους πελαργούς, που θεωρούνται πτηνά με αλτρουιστικά αισθήματα, κυρίως από το γεγονός ότι μεταφέρουν στις φτερούγες τους, τους γεροντότερους απ' αυτούς].
Dictionary of Greek. 2013.